Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Toμέs στην επιφάνεια του χωροχρόνου

Η αρχιτεκτονική της οπτικής εμπειρίας στο έργο του Χρήστου Κούντουρα

Υπάρχουν εικαστικοί καλλιτέχνες που εστιάζουν τον φακό τους στην εικόνα του κόσμου γύρω τους, xωρίs η τεχνική ή το μέσο τους να γίνεται ποτέ φυλακή της πραγματικότητας. Για τον Χρήστο Κούντουρα η δυναμική της γραμμής και του χρώματος υπερβαίνει το πεδίο του σχεδίου και της ζωγραφικής· μεταμορφώνε­ται σε υλικό αγνώστων ιδιοτήτων για να διαρθρώσει κατασκευές σχεδόν πλαστικές, των οποίων η εξερεύνηση προϋποθέτει κάτι παραπάνω από την απασχόληση της όρασής μας.



Η ενστικτώδης του δυσπιστία για τις ωραίες επιφάνειες, τον οδήγησε από πολύ νωρίς στην απτικότητα των τρισδιάστατων αντικειμένων, στο μυστήριο της συναρμογής των όγκων στον αρχιτεκτονημένο χώρο και της χαρτογράφησήs τους στο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Στις εικαστικές κατασκευές τns παρoύσας έκθεσης αφουγκράζεται την εσωτερική ζωή των κτηρίων και την καταβύθιση τους στον ωκεανό του χρόνου. Πάντοτε απών από το ιδανικό αποκορύφωμα της χρήσης τους, ψηλαφεί τις προσόψεις τους για να εισχωρήσει στις σκοτεινές περιοχές της πραγματικότητας διαπερνώντας την επιφάνεια του ορατού.

Η εμμονή του καλλιτέχνη στην εικαστική εξιστόρηση αρχιτεκτονημάτων είναι συνεπής και εντατική. Ανατέμνοντας τα έργα του φτάνει κανείς στην ενασχόλη­ση του με το σχέδιο και τις κατασκευές κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γαλλία: πυκνά σχέδια με κάρβουνο, όπου η περιπέτεια της γραμμής αρθρώνει πρωτόγνωρα αρχιτεκτονήματα, και λιτές αλλά δονούμενες από δραματική έντα­ση πλαστικές κατασκευές. Στις πρωτόλειες αυτές διατυπώσεις εντοπίζεται ήδη ο σκελετός γύρω από τον οποίο σαρκώνεται η ζωγραφική του Χρήστου Κούντουρα. Από την πρώτη του ατομική έκθεση (2001) και την έκθεση της σειράς Απομνημο­νεύσεις που ακολούθησε (2004), ως την παρούσα.


Η έκθεση αυτή είναι καρπός της ωρίμανσης του καλλιτέχνη: η ιδιαίτερη κα­τασκευαστική λογική που έχει διαμορφώσει, αναδιατυπώνει τις σταθερές της θεματικής του, φέρνοντας την εικαστική του αναζήτηση σε ένα νέο επίπεδο. Η σύνθεση των έργων, από το πρώτο ίχνος έως τη διαμόρφωση των χρωματικών περιοχών σ' αυτό που η όραση μας αναγνωρίζει ως πρόσοψη κτηρίου, είναι πολυεπίπεδη και αυστηρά ελεγχόμενη. Η εικόνα σχηματίζεται αργά με την επικόλ­ληση διαδοχικών στρώσεων χαρτιού διαφόρων ποιοτήτων και χρωματισμών πάνω σε χαρτόνι και με δραστική επέμβαση στην υφή και το σχήμα τους [collage, και ακριβέστερα, τεχνική papier collé).



Ο Χρήστος Κούντουρας επεξεργάζεται τα υλικά της τέχνης του με τη λεπτό­τητα και την ευαισθησία επιστήμονα που ασχολείται με ζωντανά αντικείμενα. Παραδόξως, το βασικό υλικό του είναι αυτό που άλλοι θεωρούν νεκρό ή άχρηστο, αυτό που έχει μείνει αχρησιμοποίητο, εκτεθειμένο στην υγρασία ή το αδιάκριτο βλέμμα του ήλιου: χάρτινες επιφάνειες απομακρυσμένες από την περιοχή της πρωταρχικής τους χρήσης, στις οποίες διακρίνει εκφραστικές δυνατότητες.
Η διαστρωμάτωση των χρωματικών περιοχών στις συνθέσεις αυτές ελέγ­χεται από τη βαθειά κατανόηση του καλλιτέχνη για το αρχιτεκτονικό σχέδιο. Η γραμμή, ως προσχέδιο ή εμφανής στην επιφάνεια του έργου, οργανώνει την υλική παρουσία του χαρτιού, το χρώμα και την υφή του, την ωθεί στην ευταξία και την καθαρότητα των σχημάτων της όψιμης Μεσαιωνικής και Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Είναι η εικαστική ερμηνεία της ουσίας της αρχιτεκτονικής ως δι­αλόγου μεταξύ παρουσίας και απουσίας στον χώρο: επιφάνειες που υποχωρούν και άλλες που κινούνται δυναμικά προς τον θεατή, αρμογές και συζεύξεις όγκων, διακοπές στη ροή της ύλης, κόγχες. παράθυρα, πύλες και μεγαλοπρεπείς είσοδοι-ρυθμικά κατανεμημένα πλαστικά στοιχεία, άλλοτε ως ποικίλματα και κοσμήματα, άλλοτε ως μεταμφιέσεις οργανισμών που εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες δομής και στήριξης.

Οι διάφορες υφές και χρωματικοί τόνοι του χαρτιού συμπλέκονται αρμονικά και ανάγονται σε πλαστικές αξίες, οπτικές αναφορές στην υφή της πρόσοψης υπαρκτών κτηρίων. Η ταύτιση τους δεν ενδιαφέρει τον καλλιτέχνη. Τα κτήρια αυτά είναι ταυτοχρόνως υπαρκτά και ανύπαρκτα, όσο υπαρκτή και την ίδια στιγμή ανύπαρκτη για την όραση μας είναι η συμπεριφορά των απειροελάχιστων σωμα­τιδίων στον μικρόκοσμο της ύλης, στην καρδιά και την επιφάνεια των αντικειμέ­νων που αντικρίζουμε καθημερινά. Για τον Χρήστο Κούντουρα αυτή η επιφάνεια είναι αδιάσπαστα συνυφασμένη με τον πλούτο της αρχιτεκτονικής της πόλης του και των πόλεων όπου ταξιδεύει συχνά. Το βλέμμα του στον κόσμο ανακλάται στις αναρίθμητες εκφάνσεις της συνεχούς δόμησης, στα σημεία όπου τέμνονται οι πε­ρίοδοι κατοίκησης, στη συνεχή χρήση ή σταδιακή παρακμή των κτηρίων αυτών των πόλεων, στην υλική παρουσία της ιστορίας τους στον χώρο.

Το ενδιαφέρον του για το παρελθόν είναι προϊόν εμπειρικής αναζήτησης και θεωρητικής ενασχόλησης με τις ιστορικές πηγές. Εμπλουτίζεται καθημερινά από την πρακτική εμπειρία του στο πεδίο αρχαιολογικών ανασκαφών όπου εργάζεται με την ιδιότητα του σχεδιαστή ευρημάτων. Εκεί συναντά το πρωτογενές υλικό του εικαστικού του προβληματισμού στην πιο αυτούσια μορφή του: τη φθορά των αντικειμένων, τη διάλυση της ύλης, τη μεταμόρφωσή της στις αλλεπάλληλες χρήσεις της, την απουσία του μέρους και τη συναρμολόγηση των διασωθέντων μερών σε ένα νέο, συχνά ελλιπές, όλον.
Στα έργα του ο Χρήστος Κούντουρας ανατέμνει την οπτική πρόσληψη αρχιτε­κτονικών κατασκευών για να φέρει στο φως πρωτόγνωρες ιδιότητες της ύλης. Χωρίς να καταγράφει εν είδει ημερολογίου τις αλλοιώσεις που επιφέρει ο χρόvos στα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, χωρίς διάθεση περιγραφής ή αναγωγήs των κτηρίων αυτών σε σύμβολα, εστιάζει στην επιφάνειά τους με προσήλω­ση και ευαισθησία για να αναταράξει τα σημάδια της φθοράς και να εισχωρήσει στο εσωτερικό της. Η φθαρτότητα των υλικών, η αναγκαστική τους αλλοίωση, με την απεριόριστη ποικιλία της σε διαβαθμίσεις, μετατρέπεται σε εικαστική αξία, σε εξίσου πλούσια ποικιλία τόνων και υφής. Και το όλον που σε κάθε πίνακα συνθέτουν τα στοιχεία αυτά αναδιοργανώνει την οπτική ταυτότητα της ύλης (του κτηρίου) που απέχει χωροχρονικά από τον θεατή και αυτής που βρίσκεται στο έλεος της όρασής του, στον μικρόκοσμο της οπτικής εμπειρίας.


Στο τοπίο αυτό όμως, όπου ο χρόνος δεν είναι πια γραμμικός και η ύλη συμπεριφέρεται ακολουθώντας κανόνες τους οποίους ακόμη αγνοούμε, η παλαιά και μόνη μας βεβαιότητα, η εμπειρία, βρίσκεται σε στάδιο μεταμόρφωσης. Στη σκιά των λαμπερών φαντασμάτων της εικονικής προσομοίωσης και της ψηφιακής ανυπαρξίας, κάποιοι καλλιτέχνες συνεχίζουν να αναδεύουν την πραγμα­τικότητα για να δώσουν εικόνα και υλική παρουσία στο αόρατο και το άμορφο· επιχειρούν να απελευθερώσουν τα φυλακισμένα συστατικά της με τον μόνο τρόπο που διαθέτουν, την τέχνη τους. Η εικαστική τους δράση αναδιοργανώνει την ύλη μεταφέροντας στην επιφάνεια του έργου τέχνης κάτι από την χαμένη για τις αισθήσεις μας ουσία της πραγματικότητας. Και η ταραγμένη βεβαιότητα της εμπειρίας γίνεται το πρωτογενές στοιχείο που προσπαθούν να καθυποτάξουν στη δημιουργική τους βούληση.
Για τον Χρήστο Κούντουρα, είναι η βεβαιότητα της ανθρώπινης παρουσίας που μαρτυρείται στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του παρελθόντος, η βεβαιότητα
Υποταγής της ύλης, της αναδιαμόρφωσής της, αναγωγής της σε οργά­νωση του χάους, σε επίμονη αλλά μάταιη αναζήτηση αθανασίας. Το παρελθόν λειτουργεί ως πρόσκληση για εμπειρική έρευνα, ανακάλυψη και γνώση, με σκο­πό την επαναδιατύπωση του παρόντος. Αναπόφευκτα, η τέχνη του αναβλύζει από τη μακρά παράδοση του δυτικού ουμανισμού, την αναπόδραστη κληρονομιά της κλασσικής αρχαιότητας και της Αναγέννησης. Και παρά την εμφανή απουσία της ανθρώπινης μορφής από τα έργα του, είναι τέχνη ανθρωποκεντρική. Στην καρδιά του κάθε έργου του ενυπάρχει η περιέργεια, το ενδιαφέρον και η αγάπη του καλ­λιτέχνη για την ανθρώπινη προσπάθεια, για τον μόχθο της εξισορρόπησης αντίρ­ροπων δυνάμεων, της συμφιλίωσης της χρήσης των υλικών με την αναγκαστική παρακμή τους, της εναρμόνισης του πρακτικού με το αισθητικά άρτιο.
Η αρχιτεκτονική άλλωστε, τέχνη κατεξοχήν ανθρωποκεντρική, ορίζει την ορ­γανική συμφιλίωση του χώρου και του χρόνου και ορίζεται κατά συμφωνία ή καθ' υπέρβαση με τον άνθρωπο ως μέτρο της. Υπό αυτήν την έννοια, η εικαστική διε­ρεύνηση της αρχιτεκτονικής μετατρέπεται σε φιλοσοφικό στοχασμό για την αν­θρώπινη παρουσία στο πέρασμα του χρόνου. Στο πεδίο της καλλιτεχνικής πράξης, η σύνθεση των σπαραγμάτων του χαρτιού και η περιπέτεια τns συναρμολόγησής τους σε ισορροπημένο σύνολο μπορεί να ιδωθεί ως μεταφορά για την περιπλοκή της πνευματικής με την πρακτική δράση, τη συνάντηση και δημιουργική σύγκρου­ση στο καλλιτεχνικό έργο μεταξύ της vita attiva και της vita contemplativa· η φθαρτότητα του χαρτιού ανάγεται σε μεταφορά για το εύθραυστο της ύλης και συνεκδοχικά για το εύθραυστο της ύπαρξης.

Ως τεχνική, ή κατασκευαστική μέθοδος, η συναρμογή χαρτιών διαφόρων ποιοτήτων και χρωματισμών ανήκει σε εξίσου μακρά παράδοση: τα πρώτα σω­ζόμενα δείγματα συναντώνται σε έργα καλλιγραφίας από την Κίνα του 12ου αι­ώνα και σε χειρόγραφα και γενεαλογικούς χάρτες της ίδιας εποχής στη δυτική Ευρώπη. Εμφανίζεται λίγο αργότερα στη βιβλιοδεσία ως διακοσμητική τεχνική, σε προσχέδια εικονογραφικών προγραμμάτων του 13ου αιώνα ως σύνθεση σχε­δίων από διαφορετικά βιβλία και σημειωματάρια, στα χέρια μοναχών τον 17ο και 18ο αιώνα ως χειροτέχνημα με τη μορφή βιβλιοδεικτών, και διαδίδεται ευρύτατα στις διακοσμητικές τέχνες κατά τον 19ο αιώνα. Αποκτά αυτονομία στο πλαίσιο του έργου τέχνης με τις διαφορετικές εκδοχές του στους πειραματισμούς των μοντερνιστών των αρχών του 20ου αιώνα, χρησιμοποιείται ευρέως στα έργα καλλιτεχνών δεκαετίας του 60 και του 70 και παραμένει σε χρήση ως τις μέρες μας.
Η ανακύκλωση αυτή της παράδοσης, όπως και η επαναχρησιμοποίηση υλικών, βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με την ουσία της τέχνης του Χρήστου Κούντουρα: με την ανακύκλωση του χαρτιού ως βασικού υλικού, με το ενδιαφέρον του για τη μετάλλαξη των χρήσεων των κτηρίων στην πορεία του χρόνου, με τη δυναμική του εστίαση στη συμπύκνωση της ανθρώπινης εμπειρίας στην επιφάνεια των κα­ταλοίπων του παρελθόντος. Γι" αυτόν τον λόγο, το έργο του εντάσσεται στο ρεύ­μα των πιο σύγχρονων και καίριων εικαστικών αναζητήσεων, στο πλαίσιο των οποίων ετερόκλητα στοιχεία από διαφορετικές χρονικές περιόδους και τοπικές εκφάνσεις του πολιτισμού αφομοιώνονται δημιουργικά σε πολυεπίπεδα κριτικά έργα.
Μακριά από ρομαντικές αναβιώσει και πνευματώδεις διαμεσολαβήσεις των έργων του παρελθόντος, οι τάσεις αυτές είναι προϊόντα της νέας πολυπρισματικής οπτικής μας για το παρελθόν και της αναθεώρησης των δυνατοτήτων μας για την εμπειρική ανάγνωση της πραγματικότητας, συχνά βοηθούμενες ή εμπνεόμενες από τις κατακτήσεις της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας.
Ωστόσο, ακριβώς αυτή η τεχνολογική παντοδυναμία παραγωγής και ελέγχου της εικόνας, η οποία στην πορεία του 20ού αιώνα μεταμόρφωσε την εικόνα του έργου τέχνης και προσφέρει σήμερα νέες δυνατότητες προσομοίωσης της πραγματικότητας, είναι η ασπίδα που η εποχή μας και η τέχνη της κατέληξε συχνά να χρησιμοποιεί για να προστατευθεί από τους κινδύνους της πραγρατικότητας, από την αδυσώπητη σκληρότητα του πραγματικού. Για τον Slavoj Žižek, αυτό το στρα­τηγικό τέχνασμα είναι συνώνυμο με το εξής παράδοξο: την εγγενή αμφισημία της εικόνας στη μεταμοντέρνα κατάσταση ως φραγμού που επιτρέπει στον θεατή να διατηρήσει απόσταση ασφαλείας από το πραγματικό, μακριά από τις εκρήξεις του, αλλά ωστόσο φραγμού τόσο ενοχλητικού λόγω του υπερ-πραγματικού χαρακτή­ρα του, που καταλήγει να ανακαλεί στο μυαλό του θεατή τη ναυτία που προκαλεί η ίδια η πραγματικότητα.

Μακριά από κάθε υπερ-πραγματικότητα, ο Χρήστος Κούντουρας κατασκευ­άζει εικαστικές επιφανές με βάρος και παρουσία, μεστές από χρώμα και υφή, στις οποίες προβάλλει την προσωπική του οπτική για το παρελθόν και τα υλικά έργα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αυτό που ανακλάται στην επιφάνεια των έργων του όμως, είναι οι συνεχείς μεταμορφώσεις της συλλογικής οπτικής: το βλέμμα της εμπειρίας μας απέναντι στην ύλη, εν μέσω του αρχιτεκτονικού ιστού των ιστορικών αστικών κέντρων. Οι είσοδοι που απεικονίζει οδηγούν στο ψυχο­λογικό και συναισθηματικό πεδίο της υλικής παρουσίας μας στον απειροελάχι­στο χωροχρόνο που ορίζουμε ως ύπαρξη.
Οι εικόνες του είναι διαμεσολαβημένες όψεις της ιστορίας του δομημένου χώρου, μεθοδικές επιθέσεις εναντίον του φραγμού μεταξύ πραγματικότητας και θεατή· τομές στην επιφάνεια του χωροχρόνου που επιτρέπουν τη διείσδυσή μας στο ανείπωτο και το άυλο, επιχειρώντας με νέους όρους έναν από τους δυσκολότερους άθλους της τέχνης στην εποχή μας: την επανασυμφιλίωση με το πραγ­ματικό.

Κωνσταντίνος Αθανασιάδης
Ιστορικός της Τέχνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: